- ολοσηρικός
- -ή, -ό (ΑΜ ὁλοσηρικός, ή, -όν και δ. γρφ. ὁλοσηρικός, Α και ὁλοσειρικός, -ή, -όν)1. ολομέταξος2. το ουδ. ως ουσ. το ολοσηρικό(ν)ολομέταξο ύφασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + σηρικός / σειρικός «μεταξωτός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁλοσηρικά — ὁλοσηρικός of silk neut nom/voc/acc pl ὁλοσηρικά̱ , ὁλοσηρικός of silk fem nom/voc/acc dual ὁλοσηρικά̱ , ὁλοσηρικός of silk fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσηρικῶν — ὁλοσηρικός of silk fem gen pl ὁλοσηρικός of silk masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσηρικόν — ὁλοσηρικός of silk masc acc sg ὁλοσηρικός of silk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσηρικῷ — ὁλοσηρικός of silk masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
holosérico — holosérico, a (del lat. «holoserĭcus», del gr. «holosērikós»; ant.) adj. Se aplicaba a los tejidos o ropas de *seda pura. * * * holosérico, ca. (Del lat. holoserĭcus, y este del gr. ὁλοσηρικός). adj. ant. Se aplicaba a los tejidos o ropas de seda … Enciclopedia Universal
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολοσηρικοπράτης — ὁλοσηρικοπράτης, ὁ (Μ) αυτός που πουλά ολομέταξα υφάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλοσηρικός «ολομέταξος» + πράτης (< θ. πρα τού πι πρά σκω «πουλώ»), πρβλ. ιματιο πράτης] … Dictionary of Greek
urşinic — URŞINÍC, urşinice, s.n. (înv.) Catifea. – et. nec. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 URŞINÍC s. v. catifea, velur. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime urşiníc s. n., (feluri, bucăţi) pl. urşi … Dicționar Român
holosérico — holosérico, ca (Del lat. holoserĭcus, y este del gr. ὁλοσηρικός). adj. ant. Se aplicaba a los tejidos o ropas de seda pura y sin mezcla de otra cosa … Diccionario de la lengua española